- κονταυγή
- ηη ώρα κατά την οποία πλησιάζει να φέξει, χαραυγή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κονταυγή — η η χαραυγή, οι τελευταίες στιγμές τής νύχτας, λίγο πριν την αυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + αυγή (πρβλ. ροδ αυγή, χρυσ αυγή)] … Dictionary of Greek